- προπιοναλδεΰδη
- η, Νχημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης προπανάλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προπανάλη — η, Ν χημ. ἀκυκλη οργανική ένωση, αλδεΰδη, παράγωγο τού προπανίου, γνωστή και ως προπιοναλδεΰδη ή προπιονική αλδεΰδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. propanal < propane (βλ. προπάνιο)] … Dictionary of Greek